- ταρόν
- Αβλ. τραρόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραρόν — και ταρόν Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχύ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρήρων] … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek